Τον προβληματισμό τους για την κατάσταση στην οποία έχει περιέλθει η εγχώρια αγορά ακινήτων μετά τη πολυετή κρίση εκφράζουν εκπρόσωποι φορέων της αγοράς, θέτοντας ως βασική προϋπόθεση για την ανάκαμψη της την επιστροφή στην ανάπτυξη και την μείωση της φορολογίας.

Τον προβληματισμό τους για την κατάσταση στην οποία έχει περιέλθει η εγχώρια αγορά ακινήτων μετά τη πολυετή κρίση εκφράζουν εκπρόσωποι φορέων της αγοράς, θέτοντας ως βασική προϋπόθεση για την ανάκαμψη της την επιστροφή στην ανάπτυξη και την μείωση της φορολογίας.

Ειδικότερα, ο πρόεδρος της Πανελλήνιας Ομοσπονδίας Ιδιοκτητών Ακινήτων (ΠΟΜΙΔΑ) Στράτος Παραδιάς, ερωτηθείς σχετικά από το ΑΠΕ-ΜΠΕ επισημαίνει ότι «στη χώρα μας ουδείς μπορεί σήμερα να υποστηρίξει ότι υφίσταται πραγματική κτηματαγορά, δεδομένου ότι για να συμβεί αυτό χρειάζονται και αγοραστές και όχι μόνον πωλητές ακινήτων».

Ο κ. Παραδιάς θέτει δύο προϋποθέσεις για να επιστρέψουν οι αγοραστές, κάτι ιδιαίτερα σημαντικό για την οικονομία μας, όπως επισημαίνει. «Να επιστρέψει η χώρα και η οικονομία της, στοιχειωδώς στην ομαλότητα και να εκλογικευτεί η φορολογική επιβάρυνση της κατοχής ακινήτων».

«Όταν αυτά συμβούν, τα υπόλοιπα θα είναι θέμα χρόνου. Όσο γρηγορότερα, τόσο καλύτερα για όλους, γιατί η αποκατάσταση της ομαλής λειτουργίας της κτηματαγοράς είναι κυρίαρχο θέμα και για την κοινωνία μας. Ας μην ξεχνάμε ποτέ ότι ο ελληνικός λαός δεν «φτώχυνε» γιατί του μείωσαν το μισθό ή τη σύνταξη, αλλά γιατί του εξευτέλισαν την αξία της ιδιωτικής ακίνητης περιουσίας του, για την απόκτηση της οποίας εργάστηκε, στερήθηκε, ξενιτεύτηκε», αναφέρει ο κ.Παραδιάς.

Ο πρόεδρος του Συλλόγου Μεσιτών Αθηνών-Αττικής Ιωάννης Ρεβύθης αναφέρει στο ΑΠΕ ότι «οι τάσεις στην αγορά ακινήτων συνεχίζουν να είναι αρνητικές λόγω του κακού οικονομικού κλίματος που συνεχίζει να υπάρχει στην Ελλάδα, της αρνητικής ψυχολογίας που υπάρχει για επενδύσεις στα ακίνητα, τη συνεχιζόμενη υψηλή γραφειοκρατία και την υψηλή φορολογία που υπάρχει αυτή τη στιγμή».

Αναφερόμενος στις βασικές προϋποθέσεις ανάκαμψης της αγοράς ακινήτων ο κ.Ρεβύθης επισημαίνει ότι «θα πρέπει να αλλάξει το οικονομικό κλίμα στην Ελλάδα, να έχουμε θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης, να υπάρχει αφορολόγητο σε όσους επενδύουν μακροπρόθεσμα και ιδιαίτερα σε τουριστικά ακίνητα και να υπάρχει μείωση στον ΕΝΦΙΑ».

Ερωτηθείς σε ποια ακίνητα παρατηρείται η μεγαλύτερη πτώση, ο κ. Ρεβύθης αναφέρεται «στις κατοικίες άνω των 300 τμ, σε ακίνητα που έχουν υψηλή και παράλογη αντικειμενική αξία, καθώς σε ακίνητα που αφορούν αποθηκευτικούς χώρους και στα παλιά εμπορικά κέντρα στην επαρχία».

Από την πλευρά του ο πρόεδρος της Ομοσπονδίας Κατασκευαστών Κτιρίων Ελλάδος Δημήτρης Καψιμάλης αναφέρει ότι «η κατασκευή και πώληση κτιρίων κατοικιών, διαμερισμάτων ή μεζονετών , καθώς και γραφείων διανύει ουσιαστικά τον δέκατο χρόνο ύφεσης με αποτέλεσμα 800.000 - 1.000.000 επιστήμονες, εργάτες, τεχνίτες άμεσα ή έμμεσα από τους 160 εμπλεκόμενους κλάδους να ζουν το πρόβλημα της ανεργίας, με ανυπολόγιστες συνέπειες για την εθνική οικονομία και για την κοινωνία».

Ο κ, Καψιμάλης εκτιμά ότι «η ανελέητη φοροεπιδρομή κατά των ακινήτων, σταμάτησε το επενδυτικό ενδιαφέρον και δεκάδες δισεκατομμύρια που υπάρχουν εκτός τραπεζών παραμένουν εκτός αγοράς και μερικά από αυτά τοποθετήθηκαν επιλεγμένα σε ακίνητα».

«Σήμερα, πλέον, μετά από 10 χρόνια ανύπαρκτης οικοδομικής δραστηριότητας παρατηρείται να μην υπάρχουν νεόδμητα διαμερίσματα και οι τιμές των ενοικίων των ακινήτων κατοικίας να έχουν αυξηθεί παρά την μείωση του οικογενειακού εισοδήματος» αναφέρει ο κ.Καψιμάλης και συστήνει «οποίος έχει ανάγκη ιδιόχρησης κατοικίας και έχει και την οικονομική δυνατότητα να την αποκτήσει και δεν ικανοποιεί αυτή την ανάγκη θα χάσει την ευκαιρία των χαμηλών τιμών, δηλαδή τιμών κάτω από το κόστος κατασκευής που έχουν τα σημερινά ακίνητα στη χώρα μας».

Ο κ,Καψιμάλης υποστηρίζει ότι «όταν το κράτος θα αλλάξει την φοροεπιδρομή και θα δώσει κίνητρα αγοράς ακινήτου θα αυξηθεί πρώτα η ζήτηση από τους ξένους επενδυτές και οι τιμές θα απογειωθούν. Δεκάδες χιλιάδες ακίνητα θα έχουν κάποια προνομιούχα funds και θα πολλαπλασιάσουν τα επενδυμένα κεφαλαία τους. Το σενάριο αυτό είναι το ίδιο που εφαρμόστηκε ακόμα και στην Κύπρο και σήμερα οι τιμές των επιλεγμένων ακινήτων ξεπέρασαν τις 12.000 ευρώ το τετραγωνικό μέτρο».

«Ο Έλληνας που κατέχει νεόδμητο αντισεισμικό ακίνητο με άδεια οικοδομής με ΝΕΑΚ (νέο αντισεισμικό κανονισμό) ακόμη και να οφείλει δόσεις σε στεγαστικό δάνειο δεν πρέπει να χάσει το σπίτι του επηρεασμένος από τα παπαγαλάκια των τοκογλύφων διότι το ακίνητο του δεν αποκτάται πάλι ποτέ», αναφέρει μεταξύ άλλων ο κ.Καψιμάλης.

Τα μέσα ενημέρωσης πρέπει να βοηθήσουν τους ιδιοκτήτες να καταλάβουν την πραγματική άξια των ακίνητων τους με βάσει την παλαιότητα, την ποιότητα και την θέση του ακίνητου, αναφέρει τέλος ο κ.Καψιμάλης.

Εκτιμήσεις της Τράπεζας της Ελλάδος

Σύμφωνα με πρόσφατες εκτιμήσεις της Τράπεζας της Ελλάδος που περιλαμβάνονται στην ετήσια έκθεση του Διοικητή της κ.Γ.Στουρνάρα, προβλέπεται η συνέχιση των πτωτικών τάσεων στις τιμές, τόσο των οικιστικών, όσο και των επαγγελματικών ακινήτων και τα επόμενα τρίμηνα, αλλά με επιβραδυνόμενο ρυθμό.

Όπως εκτιμά η ΤτΕ, η επιτυχής ολοκλήρωση της δεύτερης αξιολόγησης, η ενίσχυση των προοπτικών ανάκαμψης της ελληνικής οικονομίας, σε συνδυασμό με την προσδοκώμενη επιτυχή υλοποίηση του προγράμματος αποκρατικοποιήσεων και αξιοποίησης της δημόσιας ακίνητης περιουσίας και τη σταθεροποίηση του φορολογικού πλαισίου, αναμένεται να συμβάλουν, ώστε η αγορά ακινήτων να εισέλθει σε μια περίοδο σταδιακής σταθεροποίησης των τιμών και ενίσχυσης του επενδυτικού ενδιαφέροντος, εξαιτίας, τόσο των χαμηλών τιμών, όσο και των υψηλών αποδόσεων των ακινήτων οι οποίες έχουν διαμορφωθεί.

Από το 2008, όπως αναφέρεται στην έκθεση της ΤτΕ, καταγράφεται σταθερά επιδείνωση, τόσο στις εμπορικές αξίες και τα μισθώματα, όσο και στα επίπεδα ζήτησης οικιστικών και επαγγελματικών ακινήτων. Οι πιέσεις στις εμπορικές αξίες και τα μισθώματα των οικιστικών και των επαγγελματικών ακινήτων συνεχίστηκαν και κατά τη διάρκεια του 2016, αν και με μικρότερη ένταση, σε σχέση με τα προηγούμενα έτη.

Σύμφωνα με την ΤτΕ, η δυσκολία σταθεροποίησης και ανάκαμψης της εγχώριας αγοράς ακινήτων μπορεί να αποδοθεί κυρίως στο δυσμενές οικονομικό περιβάλλον, στην επιβολή των κεφαλαιακών ελέγχων και στην έλλειψη ρευστότητας, στα υψηλά ποσοστά ανεργίας, στις αρνητικές προσδοκίες των επιχειρήσεων και των νοικοκυριών, στη μείωση του διαθέσιμου εισοδήματος και στην αστάθεια του φορολογικού πλαισίου.

Η αγορά των κατοικιών σύμφωνα με την ΤτΕ, χαρακτηρίζεται από υπερβάλλουσα προσφορά, εξαιρετικά περιορισμένο αριθμό συναλλαγών και πτωτική τάση των τιμών, αν και με πιο συγκρατημένους ρυθμούς, καθώς οι υψηλοί ρυθμοί μείωσης των τιμών που είχαν καταγραφεί το 2012 και το 2013, αμβλύνθηκαν από το 2014 και έπειτα, ενώ στη διάρκεια του 2016 παρατηρήθηκε τάση σταδιακής σταθεροποίησης των τιμών.

Ειδικότερα, βάσει των στοιχείων-εκτιμήσεων που συλλέγονται από τα πιστωτικά ιδρύματα, οι ονομαστικές τιμές των διαμερισμάτων υποχώρησαν το 2016, με μέσο ετήσιο ρυθμό 2,2% (-4,2%, -2,5%, -1,5% και -0,6% το α', β', γ' και δ' τρίμηνο του 2016 αντίστοιχα), έναντι μείωσης 5,1% το 2015 και 7,5% το 2014.

Σωρευτικά πάντως, από το 2008 έως το 2016, οι τιμές των διαμερισμάτων μειώθηκαν κατά 41,3% (σε ονομαστικούς όρους), ενώ κατά γεωγραφική περιοχή η υποχώρηση των τιμών εξακολουθεί να είναι εντονότερη στα δύο μεγάλα αστικά κέντρα (Αθήνα: -43,6% και Θεσσαλονίκη: -45,5%), έναντι των άλλων μεγάλων πόλεων (-38,7%) και των λοιπών περιοχών (-37,4%).